3,273,401
edits
(6_11) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φευκτικός''': -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ [[ὀρεκτικός]], [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3. | |lstext='''φευκτικός''': -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ [[ὀρεκτικός]], [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φευκτός]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να αποφεύγει κάποιον ή [[κάτι]]. | |||
}} | }} |