τρισαλιτήριος: Difference between revisions

42
(6_19)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισᾰλῐτήριος''': -ον, τρὶς [[ἀλιτήριος]], Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 34, κ. ἀλλ.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τρισαλιτήριος]]· ἁμαρτωλὸς»· - [[ὡσαύτως]] τρισάλιτρος, ον, Τζέτζ. Ἱστ. 13, τίτ. 479.
|lstext='''τρισᾰλῐτήριος''': -ον, τρὶς [[ἀλιτήριος]], Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 34, κ. ἀλλ.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τρισαλιτήριος]]· ἁμαρτωλὸς»· - [[ὡσαύτως]] τρισάλιτρος, ον, Τζέτζ. Ἱστ. 13, τίτ. 479.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[τρεις]] φορές [[αλιτήριος]], κακοηθέστατος, ανοσιότατος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τρισαλιτήριος]]<br />[[ἁμαρτωλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀλιτήριος]] «[[δόλιος]], [[κακοήθης]]»].
}}
}}