τρισαλιτήριος
From LSJ
English (LSJ)
τρισαλιτήριον, thrice-sinful, LXX 2 Ma.8.34, Es.8.13:—also τρισάλιτρος [ᾰ], ον, Tz.H.13 No. 479 tit.
Greek (Liddell-Scott)
τρισᾰλῐτήριος: -ον, τρὶς ἀλιτήριος, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 34, κ. ἀλλ.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρισαλιτήριος· ἁμαρτωλὸς»· - ὡσαύτως τρισάλιτρος, ον, Τζέτζ. Ἱστ. 13, τίτ. 479.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. τρεις φορές αλιτήριος, κακοηθέστατος, ανοσιότατος
2. (κατά τον Ησύχ.) «τρισαλιτήριος
ἁμαρτωλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἀλιτήριος «δόλιος, κακοήθης»].
German (Pape)
dreimal, sehr frevelhaft, LXX.