τροχήλατος: Difference between revisions

42
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mû par des roues ; <i>fig.</i> qui tourne en tous sens, qui s’agite de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[ἐλαύνω]].
|btext=ος, ον :<br />mû par des roues ; <i>fig.</i> qui tourne en tous sens, qui s’agite de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[ἐλαύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τροχήλατος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τροχήλατο</i><br />α) παλαιότερος [[τύπος]] ατμοπλοίου που δεν το κινούσαν έλικες, όπως τα σημερινά, [[αλλά]] ένα [[ζεύγος]] μεγάλων πτερυγιοφόρων τροχών που ήταν τοποθετημένοι στο [[μέσον]] [[περίπου]] του πλοίου, εξωτερικά, ανά [[ένας]] σε [[κάθε]] [[πλευρά]], και στους οποίους η περιστροφική [[κίνηση]] μεταδιδόταν απευθείας από τη [[μηχανή]], αλλ. [[τροχοφόρο]]<br />β) μικρό τετράτροχο όχημα που κινείται [[πάνω]] σε σιδηροτροχιές, [[ντρεζίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράξη]], [[ενέργεια]]) αυτός που γίνεται [[κατά]] την [[τροχηλασία]] («σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανοίγεται με τη [[χρήση]] τροχών («κελεύθου [[τρίοδος]] [[τροχήλατος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κατασκευάζεται στον κεραμεικό τροχό<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (για [[πάθη]] και συναισθήματα) [[πάρα]] πολύ [[έντονος]], [[βίαιος]]<br />β) αυτός που τρέχει [[γρήγορα]] («ἅρματος [[βάρος]] φέρων τροχηλάτοιο», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱππ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}