3,276,932
edits
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροχήλᾰτος''': -ον, ὁ ἐπὶ τροχῶν φερόμενος, ὑπὸ τροχῶν συρόμενος, σκηναὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001· δίφροι Σοφ. Ἠλ. 49. 2) ὁ συρόμενος ὑπὸ τῶν τροχῶν ἢ πλησίον τῶν τροχῶν, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι Εὐρ. Ἀνδρ. 309. 3) ὁ ἀνοιγόμενος διὰ τῶν τροχῶν, κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171. 4) ὁ πλαττόμενος ἢ κατασκευαζόμενος ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, [[λύχνος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1, πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9, καὶ αὐτόθ. Meineke 5) μεταφ., ὁ [[μετὰ]] σπουδῆς ἐλαυνόμενος ὡς τροχὸς ἢ ὡς [[ἅμαξα]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 122 [[μανία]] τρ., περιστρεφομένη [[μανία]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 82. | |lstext='''τροχήλᾰτος''': -ον, ὁ ἐπὶ τροχῶν φερόμενος, ὑπὸ τροχῶν συρόμενος, σκηναὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001· δίφροι Σοφ. Ἠλ. 49. 2) ὁ συρόμενος ὑπὸ τῶν τροχῶν ἢ πλησίον τῶν τροχῶν, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι Εὐρ. Ἀνδρ. 309. 3) ὁ ἀνοιγόμενος διὰ τῶν τροχῶν, κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171. 4) ὁ πλαττόμενος ἢ κατασκευαζόμενος ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, [[λύχνος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1, πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9, καὶ αὐτόθ. Meineke 5) μεταφ., ὁ [[μετὰ]] σπουδῆς ἐλαυνόμενος ὡς τροχὸς ἢ ὡς [[ἅμαξα]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 122 [[μανία]] τρ., περιστρεφομένη [[μανία]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 82. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />mû par des roues ; <i>fig.</i> qui tourne en tous sens, qui s’agite de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[ἐλαύνω]]. | |||
}} | }} |