συρίζω: Difference between revisions

1,543 bytes added ,  29 September 2017
40
(eksahir)
(40)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[silbar]]
|esgtx=[[silbar]]
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[συρίττω]] ΝΜΑ, και [[σουρίζω]] και [[σουρώ]], -άω, Ν, και δωρ. τ. [[συρίσδω]] Α<br />[[σῡριγξ</i>, <i>σύριγγος]]<br /><b>1.</b> [[παράγω]] οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή [[μέσα]] σε κατάλληλο όργανο, [[σφυρίζω]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εκβάλλω]] οξύ ήχο (α. «ο [[άνεμος]] εσύριζεν εις την οπήν του σπηλαίου», Παπαδ.<br />β. «συριζόντων [[κατά]] πρύμναν... πηδαλίων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποδοκιμάζω]] κάποιον, λ.χ. ηθοποιό ή ομιλητή, με σφυρίγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συρίττοντες ρόγχοι»<br /><b>ιατρ.</b> ακροαστικά φαινόμενα τών πνευμόνων που μοιάζουν με [[σφύριγμα]] και ακούονται σε [[οξεία]] [[βρογχίτιδα]] και βρογχικό [[άσθμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ειδοποιώ]] κάποιον με σφυρίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκβάλλω]] χαρακτηριστικό ήχο σαν να [[σφυρίζω]].———————— <b>(II)</b><br />Α [[Σύρος]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] ή [[σκέπτομαι]] και [[μιλώ]] σαν τους Σύρους<br /><b>2.</b> [[βαρβαρίζω]].
}}
}}