3,276,318
edits
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[συρίττω]] ΝΜΑ, και [[σουρίζω]] και [[σουρώ]], -άω, Ν, και δωρ. τ. [[συρίσδω]] Α<br />[[σῡριγξ</i>, <i>σύριγγος]]<br /><b>1.</b> [[παράγω]] οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή [[μέσα]] σε κατάλληλο όργανο, [[σφυρίζω]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εκβάλλω]] οξύ ήχο (α. «ο [[άνεμος]] εσύριζεν εις την οπήν του σπηλαίου», Παπαδ.<br />β. «συριζόντων [[κατά]] πρύμναν... πηδαλίων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποδοκιμάζω]] κάποιον, λ.χ. ηθοποιό ή ομιλητή, με σφυρίγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συρίττοντες ρόγχοι»<br /><b>ιατρ.</b> ακροαστικά φαινόμενα τών πνευμόνων που μοιάζουν με [[σφύριγμα]] και ακούονται σε [[οξεία]] [[βρογχίτιδα]] και βρογχικό [[άσθμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ειδοποιώ]] κάποιον με σφυρίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκβάλλω]] χαρακτηριστικό ήχο σαν να [[σφυρίζω]].———————— <b>(II)</b><br />Α [[Σύρος]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] ή [[σκέπτομαι]] και [[μιλώ]] σαν τους Σύρους<br /><b>2.</b> [[βαρβαρίζω]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[συρίττω]] ΝΜΑ, και [[σουρίζω]] και [[σουρώ]], -άω, Ν, και δωρ. τ. [[συρίσδω]] Α<br />[[σῡριγξ</i>, <i>σύριγγος]]<br /><b>1.</b> [[παράγω]] οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή [[μέσα]] σε κατάλληλο όργανο, [[σφυρίζω]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εκβάλλω]] οξύ ήχο (α. «ο [[άνεμος]] εσύριζεν εις την οπήν του σπηλαίου», Παπαδ.<br />β. «συριζόντων [[κατά]] πρύμναν... πηδαλίων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποδοκιμάζω]] κάποιον, λ.χ. ηθοποιό ή ομιλητή, με σφυρίγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συρίττοντες ρόγχοι»<br /><b>ιατρ.</b> ακροαστικά φαινόμενα τών πνευμόνων που μοιάζουν με [[σφύριγμα]] και ακούονται σε [[οξεία]] [[βρογχίτιδα]] και βρογχικό [[άσθμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ειδοποιώ]] κάποιον με σφυρίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκβάλλω]] χαρακτηριστικό ήχο σαν να [[σφυρίζω]].———————— <b>(II)</b><br />Α [[Σύρος]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] ή [[σκέπτομαι]] και [[μιλώ]] σαν τους Σύρους<br /><b>2.</b> [[βαρβαρίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συρίζω:''' μεταγεν. Αττ. [[συρίττω]], Δωρ. [[συρίσδω]]· μέλ. <i>συρίξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσύριξα</i>, μεταγεν. <i>ἐσύρισα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[παίζω]] μουσικό όργανο, [[σῦριγξ]], [[παίζω]] αυλό, σε Ευρ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., <i>συρίζων ὑμεναίους</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[σφυρίζω]] ή [[εκφέρω]] τον χαρακτηριστικό συριγμό του φιδιού, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· με σύστ. αιτ., <i>συρίζων φόνον</i>, [[εκφέρω]] τον δηλητηριώδη συριγμό του φόνου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδοκιμάζω]] με σφυρίγματα έναν ηθοποιό και τον [[αναγκάζω]] να αποχωρήσει από τη [[σκηνή]], Λατ. explodere, σε Δημ. | |||
}} | }} |