ὑπενδύτης: Difference between revisions

43
(6_3)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπενδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[ὑπένδυμα]], Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
|lstext='''ὑπενδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[ὑπένδυμα]], Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπενδύτης]], ΝΑ [[ὑπενδύω]]<br />εσωτερικό [[ένδυμα]], εσώρρουχο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιλέκο]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> η [[επιδερμίδα]] που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις.
}}
}}