ὑπενδύτης

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπενδύτης Medium diacritics: ὑπενδύτης Low diacritics: υπενδύτης Capitals: ΥΠΕΝΔΥΤΗΣ
Transliteration A: hypendýtēs Transliteration B: hypendytēs Transliteration C: ypendytis Beta Code: u(pendu/ths

English (LSJ)

ὑπενδύτου, ὁ, = ὑπένδυμα (undergarment), Str. 15.3.19.

German (Pape)

[Seite 1187] ὁ, = Vorigem, Strabo XV.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπενδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = ὑπένδυμα, Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ο / ὑπενδύτης, ΝΑ ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχο
νεοελλ.
1. γιλέκο
2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις.