φροντιστικός: Difference between revisions

45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aime à méditer, qui médite ; τὸ φροντιστικόν PLUT la méditation.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]].
|btext=ή, όν :<br />qui aime à méditer, qui médite ; τὸ φροντιστικόν PLUT la méditation.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φροντίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει για [[κάτι]] («τὰ [[θήλεα]] περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκεπτικός]], συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ [[πάνυ]] φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.)<br /><b>3.</b> [[νευρικός]], αγχώδης<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φροντιστικόν</i><br />η αφηρημένη [[σκέψη]], η [[διανόηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φροντιστικῶς</i> Α<br />με [[φροντίδα]].
}}
}}