Anonymous

φροντιστικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φροντιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ φροντίζειν, εἰς τὸ σκέπτεσθαι, [[σκεπτικός]], εἰς σκέψεις δεδομένος, ἡ [[διάνοια]] τῶν τοιούτων οὐ φροντιστικὴ Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ [[ὕπνον]] Μαντικ. 2, 8· ὑποπίνων δὲ [[πάνυ]] φρ. (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 33· φρ. τὴν πρόσοψιν Λουκ. Ἁλιεὺς 12· ― τὸ φρ. [[θεωρία]], Πλούτ. 2. 432C, 966Α. ΙΙ. φροντίζων, [[ἐπιμελής]], τὰ [[θήλεα]] περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10.
|lstext='''φροντιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ φροντίζειν, εἰς τὸ σκέπτεσθαι, [[σκεπτικός]], εἰς σκέψεις δεδομένος, ἡ [[διάνοια]] τῶν τοιούτων οὐ φροντιστικὴ Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ [[ὕπνον]] Μαντικ. 2, 8· ὑποπίνων δὲ [[πάνυ]] φρ. (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 33· φρ. τὴν πρόσοψιν Λουκ. Ἁλιεὺς 12· ― τὸ φρ. [[θεωρία]], Πλούτ. 2. 432C, 966Α. ΙΙ. φροντίζων, [[ἐπιμελής]], τὰ [[θήλεα]] περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aime à méditer, qui médite ; τὸ φροντιστικόν PLUT la méditation.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]].
}}
}}