σύσπαστος: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui peut se resserrer, se fermer.<br />'''Étymologie:''' [[συσπάω]].
|btext=ος, ον :<br />qui peut se resserrer, se fermer.<br />'''Étymologie:''' [[συσπάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο και συσπαστός, -ή, -ό / [[σύσπαστος]], -ον και συσπαστός, -όν, ΝΑ [[συσπῶ]]<br />ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για μυ) αυτός που παρουσιάζει [[σύσπαση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[σύσπαστο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συσπαστὸν ἐγχειρίδιον» — [[είδος]] μαχαιριού το οποίο χρησιμοποιούσαν στη [[σκηνή]] και του οποίου η [[λεπίδα]] έκλινε και εισχωρούσε στη [[λαβή]].
}}
}}