3,277,048
edits
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο και συσπαστός, -ή, -ό / [[σύσπαστος]], -ον και συσπαστός, -όν, ΝΑ [[συσπῶ]]<br />ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για μυ) αυτός που παρουσιάζει [[σύσπαση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[σύσπαστο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συσπαστὸν ἐγχειρίδιον» — [[είδος]] μαχαιριού το οποίο χρησιμοποιούσαν στη [[σκηνή]] και του οποίου η [[λεπίδα]] έκλινε και εισχωρούσε στη [[λαβή]]. | |mltxt=-η, -ο και συσπαστός, -ή, -ό / [[σύσπαστος]], -ον και συσπαστός, -όν, ΝΑ [[συσπῶ]]<br />ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για μυ) αυτός που παρουσιάζει [[σύσπαση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[σύσπαστο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συσπαστὸν ἐγχειρίδιον» — [[είδος]] μαχαιριού το οποίο χρησιμοποιούσαν στη [[σκηνή]] και του οποίου η [[λεπίδα]] έκλινε και εισχωρούσε στη [[λαβή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύσπαστος:''' -ον ή [[συσπαστός]], -όν, συσπασμένος, αυτός που κλείνεται με [[σύσπαση]], αυτός που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να συσπάται, να συστέλλεται, μαζεμένος, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |