χαυνόφρων: Difference between revisions

46
(6_22)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαυνόφρων''': φρονος, ὁ, ἡ, ὁ μὴ [[πεπυκνωμένος]] τὰς φρένας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 371, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[χαλίφρων]].
|lstext='''χαυνόφρων''': φρονος, ὁ, ἡ, ὁ μὴ [[πεπυκνωμένος]] τὰς φρένας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 371, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[χαλίφρων]].
}}
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική [[νωθρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαῦνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>, <i>ὀλιγό</i>-<i>φρων</i>).
}}
}}