χαυνόφρων
English (LSJ)
φρονος, ὁ, ἡ, = χαλίφρων, Sch.Od.4.371.
Greek (Liddell-Scott)
χαυνόφρων: φρονος, ὁ, ἡ, ὁ μὴ πεπυκνωμένος τὰς φρένας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 371, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ χαλίφρων.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων, ὀλιγό-φρων).