τετράθυρος: Difference between revisions

41
(6_18)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράθῠρος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας θύρας ἢ ἀνοίγματα, ὀπάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 41, 5, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β.
|lstext='''τετράθῠρος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας θύρας ἢ ἀνοίγματα, ὀπάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 41, 5, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] θύρες ή [[τέσσερα]] ανοίγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] «πόρτα»), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>θυρος</i>].
}}
}}