τετράθυρος
From LSJ
English (LSJ)
τετράθυρον, with four doors or openings, Arist.HA628a13, Callix.1; κιβωτός prob. l. in IG12.330.2.
German (Pape)
[Seite 1097] mit vier Thüren, Arist. H. A. 9, 41.
Russian (Dvoretsky)
τετράθῠρος: снабженный четырьмя входными отверстиями (σφηκῶνες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράθῠρος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας θύρας ἢ ἀνοίγματα, ὀπάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 41, 5, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις θύρες ή τέσσερα ανοίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θυρος (< θύρα «πόρτα»), πρβλ. ἑξάθυρος].