σωματοφόρος: Difference between revisions

40
(6_17)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτοφόρος''': -ον, ὁ [[σῶμα]] ἢ [[πτῶμα]] φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk.
|lstext='''σωμᾰτοφόρος''': -ον, ὁ [[σῶμα]] ἢ [[πτῶμα]] φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για τον Χριστό) αυτός που φέρει, που έχει [[σώμα]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που μεταφέρει νεκρό<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έδαφος]]) αυτός που περιέχει μεταλλικές ουσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
}}