ὑπόξηρος: Difference between revisions

44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />un peu sec.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξηρός]].
|btext=ος, ον :<br />un peu sec.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξηρός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[ξηρός]]<br /><b>1.</b> ο [[κάπως]] [[ξηρός]]·2. (για [[τόπο]]) αυτός που παρουσιάζει [[ξηρασία]] σε μικρό βαθμό<br /><b>3.</b> (για μέρη του σώματος) ο [[κάπως]] [[ισχνός]].
}}
}}