τριοδίτης: Difference between revisions

42
(6_3)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριοδίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ συχνάζων εἰς τὰς [[τριόδους]]· [[καθόλου]], [[ἄνθρωπος]] ὀκνηρὸς καὶ [[χυδαῖος]], [[ἄνθρωπος]] τῶν τριόδων, «τριοδίτας: τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους» Α. Β. 309, 5. ΙΙ. τριοδῖτις, ιδος, ἡ, ἐπίθετον τῆς Ἑκάτης, ἣ ἐν ταῖς τριόδοις ἐλατρεύετο, Λατ. Trivia, [[Ἑκάτη]] τριοδῖτι Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1, Πλούτ. 2. 937Ε, πρβλ. [[τρίμορφος]]. 2) τριοδῖτις [[σοβάς]], ἡ τὰς [[τριόδους]] περιερχομένη, Φίλων 1. 568. 3) [[καθόλου]], [[κοινός]], [[χυδαῖος]], πρόστυχος, «τοῦ δρόμου», Λατ. trivialis, Μούσης τῆς τριοδίτιδος Τζέτζ. Ἱστ. 12, 513. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
|lstext='''τριοδίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ συχνάζων εἰς τὰς [[τριόδους]]· [[καθόλου]], [[ἄνθρωπος]] ὀκνηρὸς καὶ [[χυδαῖος]], [[ἄνθρωπος]] τῶν τριόδων, «τριοδίτας: τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους» Α. Β. 309, 5. ΙΙ. τριοδῖτις, ιδος, ἡ, ἐπίθετον τῆς Ἑκάτης, ἣ ἐν ταῖς τριόδοις ἐλατρεύετο, Λατ. Trivia, [[Ἑκάτη]] τριοδῖτι Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1, Πλούτ. 2. 937Ε, πρβλ. [[τρίμορφος]]. 2) τριοδῖτις [[σοβάς]], ἡ τὰς [[τριόδους]] περιερχομένη, Φίλων 1. 568. 3) [[καθόλου]], [[κοινός]], [[χυδαῖος]], πρόστυχος, «τοῦ δρόμου», Λατ. trivialis, Μούσης τῆς τριοδίτιδος Τζέτζ. Ἱστ. 12, 513. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. τριοδῑτις, -ίτιδος, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] τών τριόδων, [[άνθρωπος]] του δρόμου, [[οκνηρός]] και [[ανυπόληπτος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ τριοδῑτις</i><br />[[γυναίκα]] του δρόμου, άσεμνη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] της Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις [[τριόδους]]<br /><b>2.</b> πυθαγόρεια [[ονομασία]] του αριθμού έξι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίοδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]].
}}
}}