τριοδίτης
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
[ῑτ], ου, ὁ,
A one who frequents cross-roads: τριοδίτας· τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους, AB309; τριοδίτης τριπύλιος, title of Menippean Satire by Varro, Non.p.306L.
II τριοδῖτις, ιδος, ἡ, epithet of Hecate, who was worshipped at the meeting of three ways, Chariclid. 1, cf. Corn.ND 34.
b epithet of the Moon, Plu.2.937f, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.82.
2 σοβὰς τ. street-walker, Ph.1.568.
3 generally, common, vulgar, Μοῦσα Tz.H.12.513.
4 Pythagorean name of 6, Anatol. ap.Theol.Ar.37.
Greek (Liddell-Scott)
τριοδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ συχνάζων εἰς τὰς τριόδους· καθόλου, ἄνθρωπος ὀκνηρὸς καὶ χυδαῖος, ἄνθρωπος τῶν τριόδων, «τριοδίτας: τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους» Α. Β. 309, 5. ΙΙ. τριοδῖτις, ιδος, ἡ, ἐπίθετον τῆς Ἑκάτης, ἣ ἐν ταῖς τριόδοις ἐλατρεύετο, Λατ. Trivia, Ἑκάτη τριοδῖτι Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1, Πλούτ. 2. 937Ε, πρβλ. τρίμορφος. 2) τριοδῖτις σοβάς, ἡ τὰς τριόδους περιερχομένη, Φίλων 1. 568. 3) καθόλου, κοινός, χυδαῖος, πρόστυχος, «τοῦ δρόμου», Λατ. trivialis, Μούσης τῆς τριοδίτιδος Τζέτζ. Ἱστ. 12, 513. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. τριοδῑτις, -ίτιδος, ΜΑ
1. άνθρωπος τών τριόδων, άνθρωπος του δρόμου, οκνηρός και ανυπόληπτος
2. το θηλ. ἡ τριοδῖτις
γυναίκα του δρόμου, άσεμνη
αρχ.
το θηλ.
1. προσωνυμία της Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις τριόδους
2. πυθαγόρεια ονομασία του αριθμού έξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίοδος + κατάλ. -ίτης].
German (Pape)
ὁ, auf dem Dreiwege, überhaupt Einer, der sich auf den Gassen herumtreibt, ein gemeiner pöbelhafter Mensch, B.A. 309 und andere Spätere