σωληνωτός: Difference between revisions

40
(6_11)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωληνωτός''': -ή, -όν, ὡς [[σωλήν]], [[κοῖλος]], Βυζ.
|lstext='''σωληνωτός''': -ή, -όν, ὡς [[σωλήν]], [[κοῖλος]], Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σωληνωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] [[σωλήνα]], που μοιάζει με [[σωλήνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για μηχανήματα) ο εφοδιασμένος με σωλήνες («σωληνωτοί ατμολέβητες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωλήν]], -<i>ῆνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])].
}}
}}