σωληνωτός

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωληνωτός Medium diacritics: σωληνωτός Low diacritics: σωληνωτός Capitals: ΣΩΛΗΝΩΤΟΣ
Transliteration A: sōlēnōtós Transliteration B: sōlēnōtos Transliteration C: solinotos Beta Code: swlhnwto/s

English (LSJ)

σωληνωτή, σωληνωτόν, like a σωλήν, ὑφάσματα Lyd.Mag.2.4 (= Lat. tubulamenta).

German (Pape)

[Seite 1059] nach Art eines σωλήν, wie eine Rinne, Röhre gemacht (?).

Greek (Liddell-Scott)

σωληνωτός: -ή, -όν, ὡς σωλήν, κοῖλος, Βυζ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σωληνωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει το σχήμα σωλήνα, που μοιάζει με σωλήνα
νεοελλ.
(για μηχανήματα) ο εφοδιασμένος με σωλήνες («σωληνωτοί ατμολέβητες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].