φώρ: Difference between revisions

1,772 bytes added ,  29 September 2017
45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=φωρός (ὁ) :<br />voleur.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]] ; cf. <i>lat.</i> fur et fero.
|btext=φωρός (ὁ) :<br />voleur.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]] ; cf. <i>lat.</i> fur et fero.
}}
{{grml
|mltxt=φωρός, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κλέφτης]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μέλισσας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φωρῶν [[λιμήν]]»<br />(στα [[χρόνια]] της Αθηναϊκής Δημοκρατίας) όρμος δυτικά του Πειραιά και σε μικρή [[απόσταση]] από αυτόν, τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως [[ορμητήριο]] και [[καταφύγιο]] οι λαθρέμποροι (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ριζικό όν. σχηματισμένο από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>bh</i><i>ō</i><i>r</i>- της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- του ρ. [[φέρω]] (<b>πρβλ.</b> [[κλώψ]]: [[κλέπτω]], [[τρώξ]]: [[τρώγω]]) με αρχική σημ., [[επομένως]], «αυτός που φέρνει [[πάνω]] του, [[μαζί]] του το κλεμμένο [[αντικείμενο]]», το οποίο αντικαταστάθηκε [[νωρίς]] από τους τ. [[κλέπτης]], [[κλώψ]] της οικογένειας του ρ. [[κλέπτω]]. Η λ. <i>φώρ</i> ως [[προς]] τον σχηματισμό μπορεί να παραβληθεί με το αρμ. <i>burn</i> «[[χέρι]], [[γροθιά]], [[δύναμη]]» και με το συνώνυμο λατ. <i>f</i><i>ū</i><i>r</i> «[[κλέφτης]]», το οποίο όμως, [[κατά]] μία [[άποψη]], αποτελεί [[δάνειο]] από την Ελληνική (μέσω της Ετρουσκικής) και όχι παρλλ. ανεξάρτητο σχηματισμό της Λατινικής].
}}
}}