3,277,048
edits
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φώρ''': ὁ, γεν. φωρός, δοτ. πληθ., φωρσὶ Αἰλ. περὶ Ζῴων 9. 45· ― [[κλέπτης]], Ἡρόδ. 2. 174, καὶ Ἀττ.· φώρ τινος Πλάτ. Πολ. 334Α· Ἀργεῖοι φῶρες Ἀριστ. Ἀποσπ. 153· φωρ. ἄνθρωποι Παυσ. 10. 15, 5· ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ [[λύκος]] λύκον, παροιμ. παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 1, 5. ― Ὁ Σώφρων ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ὑπερθ. [[φώρτατος]], [[κλεπτίστατος]], Ἀποσπ. 28 Ahrens. ΙΙ. [[εἶδος]] μελίσσης, [[ἕτερος]] ὁ φὼρ καλούμενος, [[μέλας]] καὶ [[προγάστωρ]] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 20, [[τρίτος]] δὲ ὁ φὼρ καλούμενος [[αὐτόθι]] 5. 22, 1. ΙΙΙ. φωρῶν [[λιμήν]], πλησίον τῶν Ἀθηνῶν καὶ ὀλίγον δυσμικώτερον τοῦ Πειραιῶς, εἰς ὃν κατέφευγον οἱ λαθρεμπόριον μετερχόμενοι, Δημ. 932. 13, 642. 5, Στράβ. 395. Πιθ. ἐκ τῆς √ΦΕΡ, πρβλ. τὴν φράσιν ἄγειν καὶ φέρειν, fere et agere, “convey” the wise it call (Shaksp., Merry Wives, 1. 3)·. fūr, fūris. | |lstext='''φώρ''': ὁ, γεν. φωρός, δοτ. πληθ., φωρσὶ Αἰλ. περὶ Ζῴων 9. 45· ― [[κλέπτης]], Ἡρόδ. 2. 174, καὶ Ἀττ.· φώρ τινος Πλάτ. Πολ. 334Α· Ἀργεῖοι φῶρες Ἀριστ. Ἀποσπ. 153· φωρ. ἄνθρωποι Παυσ. 10. 15, 5· ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ [[λύκος]] λύκον, παροιμ. παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 1, 5. ― Ὁ Σώφρων ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ὑπερθ. [[φώρτατος]], [[κλεπτίστατος]], Ἀποσπ. 28 Ahrens. ΙΙ. [[εἶδος]] μελίσσης, [[ἕτερος]] ὁ φὼρ καλούμενος, [[μέλας]] καὶ [[προγάστωρ]] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 20, [[τρίτος]] δὲ ὁ φὼρ καλούμενος [[αὐτόθι]] 5. 22, 1. ΙΙΙ. φωρῶν [[λιμήν]], πλησίον τῶν Ἀθηνῶν καὶ ὀλίγον δυσμικώτερον τοῦ Πειραιῶς, εἰς ὃν κατέφευγον οἱ λαθρεμπόριον μετερχόμενοι, Δημ. 932. 13, 642. 5, Στράβ. 395. Πιθ. ἐκ τῆς √ΦΕΡ, πρβλ. τὴν φράσιν ἄγειν καὶ φέρειν, fere et agere, “convey” the wise it call (Shaksp., Merry Wives, 1. 3)·. fūr, fūris. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=φωρός (ὁ) :<br />voleur.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]] ; cf. <i>lat.</i> fur et fero. | |||
}} | }} |