φθογγήεις: Difference between revisions

45
(6_8)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθογγήεις''': εσσα, εν, συνῃρ. φθογγῆς, φθογγῆντος, ὁ ποιῶν φθόγγον, ἠχῶν, Α. Β. 1188.
|lstext='''φθογγήεις''': εσσα, εν, συνῃρ. φθογγῆς, φθογγῆντος, ὁ ποιῶν φθόγγον, ἠχῶν, Α. Β. 1188.
}}
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φθογγῆς, -ῆντος, Α<br />αυτός που παράγει ήχο, που έχει [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθογγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ήεις</i>), <b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>].
}}
}}