φθογγήεις
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
φθογγήεσσα, φθογγήεν, contr. φθογγῆς, sounding, Hdn.Gr.2.618, al.; φωνήεντας καὶ φθογγήεντας, of vowels, Nicom. Exc.6.
Greek (Liddell-Scott)
φθογγήεις: εσσα, εν, συνῃρ. φθογγῆς, φθογγῆντος, ὁ ποιῶν φθόγγον, ἠχῶν, Α. Β. 1188.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φθογγῆς, -ῆντος, Α
αυτός που παράγει ήχο, που έχει φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθογγή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμήεις), βλ. λ. -όεις].