τωθάζω: Difference between revisions

42
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> τωθάσομαι, <i>ao.</i> ἐτώθασα, <i>pf. inus.</i><br />se moquer de, railler, plaisanter, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG terme expressif, pê pop., sans étym.
|btext=<i>f.</i> τωθάσομαι, <i>ao.</i> ἐτώθασα, <i>pf. inus.</i><br />se moquer de, railler, plaisanter, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG terme expressif, pê pop., sans étym.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και [[θωτάζω]], Α<br />[[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> [[χλευάζω]]<br /><b>2.</b> (κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) α) «λοιδορῶ» <br />β) «[[ἐρεθίζω]]» <br />γ) «κακολογῶ» <br />δ) «[[θωπεύω]]» <br />ε) «κατακαυχῶμαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[θωτάζω]] προήλθε πιθ. από την [[παραπάνω]] λ. με [[μετάθεση]] συμφώνων].
}}
}}