3,271,320
edits
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και [[θωτάζω]], Α<br />[[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> [[χλευάζω]]<br /><b>2.</b> (κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) α) «λοιδορῶ» <br />β) «[[ἐρεθίζω]]» <br />γ) «κακολογῶ» <br />δ) «[[θωπεύω]]» <br />ε) «κατακαυχῶμαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[θωτάζω]] προήλθε πιθ. από την [[παραπάνω]] λ. με [[μετάθεση]] συμφώνων]. | |mltxt=ΜΑ, και [[θωτάζω]], Α<br />[[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> [[χλευάζω]]<br /><b>2.</b> (κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) α) «λοιδορῶ» <br />β) «[[ἐρεθίζω]]» <br />γ) «κακολογῶ» <br />δ) «[[θωπεύω]]» <br />ε) «κατακαυχῶμαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[θωτάζω]] προήλθε πιθ. από την [[παραπάνω]] λ. με [[μετάθεση]] συμφώνων]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τωθάζω:''' Δωρ. τωθάσδω, μέλ. <i>τωθάσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτώθασα</i>, υποτ. <i>τωθάσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], [[σκώπτω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., χλευάζομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εμπαίζω]], [[χλευάζω]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |