συνηγορικός: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la défense en justice ; τὸ συνηγορικόν honoraires d’un avocat.<br />'''Étymologie:''' [[συνήγορος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la défense en justice ; τὸ συνηγορικόν honoraires d’un avocat.<br />'''Étymologie:''' [[συνήγορος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συνηγορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συνήγορος]] / [[συνηγορία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνήγορο ή στη [[συνηγορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συνηγορικόν</i><br />ο [[μισθός]] του συνηγόρου, [[ιδίως]] του δημοσίου, [[καθώς]] μόνον αυτός επιτρεπόταν να πληρώνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συνηγορικώς</i> / <i>συνηγορικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συνηγορικά</i> Ν<br />με συνηγορικό τρόπο, όπως [[ένας]] [[συνήγορος]].
}}
}}