συνθαυμάζω: Difference between revisions

40
(6_5)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνθαυμάζω''': ἀπὸ κοινοῦ [[θαυμάζω]], ἆρα οὐ συνθαυμάζεις εἰ [[ἐξαίφνης]] [[οὕτως]] ἀναφανήσει μηδὲν [[χείρων]]; Πλάτ. Θεαίτ. 162C.
|lstext='''συνθαυμάζω''': ἀπὸ κοινοῦ [[θαυμάζω]], ἆρα οὐ συνθαυμάζεις εἰ [[ἐξαίφνης]] [[οὕτως]] ἀναφανήσει μηδὲν [[χείρων]]; Πλάτ. Θεαίτ. 162C.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[απορώ]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[θαυμάζω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θαυμάζω]] «εκπλήττομαι, [[απορώ]]»].
}}
}}