συνθαυμάζω

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθαυμάζω Medium diacritics: συνθαυμάζω Low diacritics: συνθαυμάζω Capitals: ΣΥΝΘΑΥΜΑΖΩ
Transliteration A: synthaumázō Transliteration B: synthaumazō Transliteration C: synthavmazo Beta Code: sunqauma/zw

English (LSJ)

join in wondering, εἰ..v.l. in Pl.Tht.162c; join in admiring, τὴν ἀκρίβειαν Eun.VS p.469 B.

German (Pape)

mit oder zugleich bewundern, Sp.

Russian (Dvoretsky)

συνθαυμάζω: вместе удивляться, разделять (чье-л.) удивление Plat.

Greek (Liddell-Scott)

συνθαυμάζω: ἀπὸ κοινοῦ θαυμάζω, ἆρα οὐ συνθαυμάζεις εἰ ἐξαίφνης οὕτως ἀναφανήσει μηδὲν χείρων; Πλάτ. Θεαίτ. 162C.

Greek Monolingual

Α
1. απορώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. θαυμάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θαυμάζω «εκπλήττομαι, απορώ»].