συνουσιαστής: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui a des relations d’intimité avec qqn ; <i>particul.</i> qui suit les leçons d’un maître, écolier.<br />'''Étymologie:''' [[συνουσιάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui a des relations d’intimité avec qqn ; <i>particul.</i> qui suit les leçons d’un maître, écolier.<br />'''Étymologie:''' [[συνουσιάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[συνουσιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έρχεται σε σαρκική [[επαφή]] με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντροφος]] («συνουσιαστὴν τοῡ Διὸς [[εἶναι]] τὸν Μίνων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθητής]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ συνουσιασταί</i><br />[[αίρεση]] σύμφωνα με την οποία η [[θεία]] και η ανθρώπινη [[φύση]] ήταν στον Χριστό ενωμένες κατ' ουσίαν.
}}
}}