συνεφάπτομαι: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[συνεφάπτομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[join]] in laying [[hold]] ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος σπουδᾷ, κλυτὸν [[ἔθνος]] Λοκρῶν [[ἀμφέπεσον]] (sc. ἔργου: [[join]] [[with]] a [[will]] in the [[effort]] ) (O. 10.97)
|sltr=[[συνεφάπτομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[join]] in laying [[hold]] ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος σπουδᾷ, κλυτὸν [[ἔθνος]] Λοκρῶν [[ἀμφέπεσον]] (sc. ἔργου: [[join]] [[with]] a [[will]] in the [[effort]] ) (O. 10.97)
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και ιων. τ. [[συνεπάπτομαι]] Α [[ἐφάπτομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[συνεφαπτομένη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τῇ χειρὶ συνεφάπτεσθαι τοῡ ξίφους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) συνάπτομαι με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[συμμετέχω]] σε [[έργο]] ή σε [[ενέργεια]], [[συνεργώ]], [[συμπράττω]] («τοῡ φόνου μὴ συνεφαψάμενοι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και ιων. τ. [[συνεπάπτομαι]] Α [[ἐφάπτομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[συνεφαπτομένη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τῇ χειρὶ συνεφάπτεσθαι τοῡ ξίφους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) συνάπτομαι με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[συμμετέχω]] σε [[έργο]] ή σε [[ενέργεια]], [[συνεργώ]], [[συμπράττω]] («τοῡ φόνου μὴ συνεφαψάμενοι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ΝΑ, και ιων. τ. [[συνεπάπτομαι]] Α [[ἐφάπτομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[συνεφαπτομένη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τῇ χειρὶ συνεφάπτεσθαι τοῡ ξίφους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) συνάπτομαι με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[συμμετέχω]] σε [[έργο]] ή σε [[ενέργεια]], [[συνεργώ]], [[συμπράττω]] («τοῡ φόνου μὴ συνεφαψάμενοι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}