Anonymous

συνεφάπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και ιων. τ. [[συνεπάπτομαι]] Α [[ἐφάπτομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[συνεφαπτομένη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τῇ χειρὶ συνεφάπτεσθαι τοῡ ξίφους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) συνάπτομαι με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[συμμετέχω]] σε [[έργο]] ή σε [[ενέργεια]], [[συνεργώ]], [[συμπράττω]] («τοῡ φόνου μὴ συνεφαψάμενοι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ΝΑ, και ιων. τ. [[συνεπάπτομαι]] Α [[ἐφάπτομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[συνεφαπτομένη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τῇ χειρὶ συνεφάπτεσθαι τοῡ ξίφους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) συνάπτομαι με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[συμμετέχω]] σε [[έργο]] ή σε [[ενέργεια]], [[συνεργώ]], [[συμπράττω]] («τοῡ φόνου μὴ συνεφαψάμενοι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεφάπτομαι:''' Ιων. συνεπ-, μέλ. <i>-άψομαι</i>, αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> με γεν. πράγμ., [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], <i>ἔργου</i>, σε Πίνδ.· <i>τοὺς συνεφαπτομένους</i>, εκείνοι που συμμετέχουν (στον πόλεμο), σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[επίθεση]] μαζί με κάποιον, σε Ηρόδ.
}}
}}