τανήλοφος: Difference between revisions

40
(6_17)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰνήλοφος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, μακρὸν λόφον ἢ κορυφήν, Ἡσύχ.
|lstext='''τᾰνήλοφος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, μακρὸν λόφον ἢ κορυφήν, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που έχει μακρύ λαιμό ή αυτός που έχει ψηλή [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Η λ. πιθ. [[αντί]] του τ. <i>τανύλοφος</i>).
}}
}}