τανήλοφος

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνήλοφος Medium diacritics: τανήλοφος Low diacritics: τανήλοφος Capitals: ΤΑΝΗΛΟΦΟΣ
Transliteration A: tanḗlophos Transliteration B: tanēlophos Transliteration C: tanilofos Beta Code: tanh/lofos

English (LSJ)

τανήλοφον, long-necked, with a long dome or top, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1067] mit langem Halse, langer Kuppe, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνήλοφος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, μακρὸν λόφον ἢ κορυφήν, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει μακρύ λαιμό ή αυτός που έχει ψηλή κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πιθ. αντί του τ. τανύλοφος).