ταλασιουργικός: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’art de travailler la laine.<br />'''Étymologie:''' [[ταλασιουργός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’art de travailler la laine.<br />'''Étymologie:''' [[ταλασιουργός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ταλασιουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ταλασιουργία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ταλασιουργική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[ταλασιουργία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ταλασιουργικῶς</i> Α<br />με [[επεξεργασία]] μαλλιού.
}}
}}