Anonymous

ταλασιουργικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰλᾰσιουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ταλασιουργίαν, ὄργανα, σκεύη Ξεν. Οἰκ. 9, 7, Πλάτ. Πολιτικ. 282C· ἡ ταλασιουργικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., [[αὐτόθι]] Α, Β. - Ἐπίρρ. ταλασιουργικῶς, «[[ὥσπερ]] καὶ ἐριουργικῶς καὶ ταλασιουργικῶς» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 34 ἐν τέλει.
|lstext='''τᾰλᾰσιουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ταλασιουργίαν, ὄργανα, σκεύη Ξεν. Οἰκ. 9, 7, Πλάτ. Πολιτικ. 282C· ἡ ταλασιουργικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., [[αὐτόθι]] Α, Β. - Ἐπίρρ. ταλασιουργικῶς, «[[ὥσπερ]] καὶ ἐριουργικῶς καὶ ταλασιουργικῶς» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 34 ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’art de travailler la laine.<br />'''Étymologie:''' [[ταλασιουργός]].
}}
}}