τηκτικός: Difference between revisions

41
(6_11)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τηκτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διαλύσῃ, τήξῃ, τινος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· τ. [[δύναμις]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 198, 199.
|lstext='''τηκτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διαλύσῃ, τήξῃ, τινος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· τ. [[δύναμις]] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 198, 199.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τηκτικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[τηκτός]]<br />αυτός που προκαλεί [[τήξη]], που έχει την [[ιδιότητα]] να λειώνει<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για την [[ελάττωση]] του όγκου («τηκτικὸν σπληνός», <b>Διοσκ.</b>).
}}
}}