3,277,020
edits
(6_14) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰσίολος''': ὁ, = [[φάσηλος]], ὅ ἴδε. | |lstext='''φᾰσίολος''': ὁ, = [[φάσηλος]], ὅ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[φασήολος]] και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και [[φάσουλος]] Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της τάξης [[φαβώδη]], [[καθώς]] και [[λόγια]] [[ονομασία]] της φασολιάς και του καρπού της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>phaseolus</i> / <i>phassiolus</i>, υποκορ. του λατ. <i>phas</i><i>ē</i><i>lus</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάσηλος]]. | |||
}} | }} |