φλογώδης: Difference between revisions

45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à la flamme, d’un rouge de feu.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />semblable à la flamme, d’un rouge de feu.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[φλογώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φλόξ]], [[φλογός]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[φλόγα]], [[καυτερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, [[πυρρός]], [[ξανθοκόκκινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεμάτος]] φλόγες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[ερυθρός]] λόγω φλεγμονής<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φλογῶδες</i><br />α) ακτινοβολούμενη [[θερμότητα]], [[πύρα]]<br />β) <b>ιατρ.</b> [[ερύθημα]] λόγω φλεγμονής.
}}
}}