Anonymous

φλογώδης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(45)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[φλογώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φλόξ]], [[φλογός]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[φλόγα]], [[καυτερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, [[πυρρός]], [[ξανθοκόκκινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεμάτος]] φλόγες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[ερυθρός]] λόγω φλεγμονής<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φλογῶδες</i><br />α) ακτινοβολούμενη [[θερμότητα]], [[πύρα]]<br />β) <b>ιατρ.</b> [[ερύθημα]] λόγω φλεγμονής.
|mltxt=-ες / [[φλογώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φλόξ]], [[φλογός]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[φλόγα]], [[καυτερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, [[πυρρός]], [[ξανθοκόκκινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεμάτος]] φλόγες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[ερυθρός]] λόγω φλεγμονής<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φλογῶδες</i><br />α) ακτινοβολούμενη [[θερμότητα]], [[πύρα]]<br />β) <b>ιατρ.</b> [[ερύθημα]] λόγω φλεγμονής.
}}
{{elru
|elrutext='''φλογώδης:''' <b class="num">1)</b> огненный или раскаленный ([[οὐσία]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> палящий, жгучий ([[ἥλιος]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> сверкающий, блестящий ([[χρυσός]] Diod.).
}}
}}