χαμαίπους: Difference between revisions

46
(6_15)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «[[χαμαίπους]], ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη [[νύμφη]]» [[Πολυδ]] Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ [[νύμφη]], [[χαμαίπους]] ἐλέγετο» Γ΄, 40.
|lstext='''χᾰμαίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «[[χαμαίπους]], ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη [[νύμφη]]» [[Πολυδ]] Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ [[νύμφη]], [[χαμαίπους]] ἐλέγετο» Γ΄, 40.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />(συν. για [[νύφη]]) αυτός που πορεύεται [[πεζός]] («[[χαμαίπους]], ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη [[νύμφη]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀρτί</i>-[[πους]], <i>ὑψί</i>-[[πους]]].
}}
}}