χαμαίπους

English (LSJ)

ὁ, ἡ, χαμαίπουν, τό, gen. -ποδος, going on foot, Poll.2.195,3.40.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη» Πολυδ Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ νύμφη, χαμαίπους ἐλέγετο» Γ΄, 40.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζόςχαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτίπους, ὑψίπους].

German (Pape)

πουν, gen. ποδος, zu Fuße gehend, Poll. 2.195.