χαλκόλιθος: Difference between revisions

46
(6_16)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκόλῐθος''': -ον, [[λίθος]] περιέχων χαλκόν, καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν Μανασσ. κατ’ Ἀριστανδρ. κ. Καλλιθ. 9. 14.
|lstext='''χαλκόλῐθος''': -ον, [[λίθος]] περιέχων χαλκόν, καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν Μανασσ. κατ’ Ἀριστανδρ. κ. Καλλιθ. 9. 14.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[χαλκόλιθος]], -ον, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ορυκτ.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του ουρανιοφωσφορικού ορυκτού [[τορβερνίτης]]<br /><b>2.</b> <b>(μεταλλ.)</b> ακατέργαστο [[συσσωμάτωμα]] σουλφιδίων χαλκού, σιδήρου και νικελίου, σχηματιζόμενο μέσω πυρομεταλλουργικής επεξεργασίας θειούχων μεταλλευμάτων και υποβαλλόμενο σε [[περαιτέρω]] επεξεργασίες απομόνωσης τών περιεχόμενων μετάλλων<br /><b>μσν.</b><br />αποτελούμενος από λίθο που περιέχει χαλκό («καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν», Κ Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>λιθος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chalcolite</i>].
}}
}}