χαλκόλιθος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόλῐθος Medium diacritics: χαλκόλιθος Low diacritics: χαλκόλιθος Capitals: ΧΑΛΚΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: chalkólithos Transliteration B: chalkolithos Transliteration C: chalkolithos Beta Code: xalko/liqos

English (LSJ)

ὁ, copper ore, copper, Ps.-Democr.Alch.p.54B.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόλῐθος: -ον, λίθος περιέχων χαλκόν, καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν Μανασσ. κατ’ Ἀριστανδρ. κ. Καλλιθ. 9. 14.

Greek Monolingual

ο / χαλκόλιθος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) άλλη ονομασία του ουρανιοφωσφορικού ορυκτού τορβερνίτης
2. (μεταλλ.) ακατέργαστο συσσωμάτωμα σουλφιδίων χαλκού, σιδήρου και νικελίου, σχηματιζόμενο μέσω πυρομεταλλουργικής επεξεργασίας θειούχων μεταλλευμάτων και υποβαλλόμενο σε περαιτέρω επεξεργασίες απομόνωσης τών περιεχόμενων μετάλλων
μσν.
αποτελούμενος από λίθο που περιέχει χαλκό («καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + λίθος (πρβλ. χρυσόλιθος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. chalcolite].