-ίδιον: Difference between revisions

88 bytes removed ,  19 December 2018
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=υποκορ. κατάλ. της Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται [[συνήθως]] με τη [[μορφή]] -<i>ίδι</i> (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, [[συχνά]] και με την πρωτογενή [[μορφή]] της, [[ιδίως]] σε τεχνικούς - επιστημονικούς όρους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρθρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>κρατ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>μαχαιρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ογκ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>οζ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>οφ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>σφαιρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>τριχ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>φιαλ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>χοιρ</i>-<i>ίδιο</i> <b>κ.ά.</b>) και σε υβριστικούς ή υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς προσώπων θηλυκού γένους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πορν</i>-<i>ίδιο</i>, <i>γρα</i>-<i>ΐδιο</i>). Η [[κατάληξη]] χρησιμοποιήθηκε στις ευρωπαϊκές γλώσσες με τις μορφές -<i>ide</i> και -<i>idium</i>, για τον σχηματισμό επιστημονικών όρων, και επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειο. Απαντά [[κυρίως]]: 1) Σε όρους της χημείας και της βιοχημείας για να δηλώσει: α) χημικά στοιχεία (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ρουβ</i>-<i>ίδιο</i>)<br />β) διάφορες οργανικές ή ανόργανες ενώσεις (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>αρσεν</i>-<i>ίδιο</i>, <i>γλυκ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ιωδ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>καρβ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>σουλφ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>χλωρ</i>-<i>ίδιο</i>)<br />γ) ειδικότερα, σε προϊόντα υποκατάστασης ορισμένων υδρογονανθράκων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιθυλοϊωδ</i>-<i>ίδιο</i>, [[αιθυλοχλωρίδιο]], <i>αλκυλαλογον</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ιωδ</i>-<i>ίδιο</i>) ή σε ονομασίες εστέρων με οργανικά [[οξέα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκερ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>φωσφατ</i>-<i>ίδιο</i>). 2) Σε όρους της βιολογίας όπου εμφανίζεται —[[είτε]] ως [[απόδοση]] άλλων, ελληνογενών ή νεολατινογενών, [[συνήθως]], όρων, [[είτε]] ως αντιδάνεια— σε ονομασίες: α) τών σταδίων ανάπτυξης τών μεταζώων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βλαστ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>γαστρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>γον</i>-<i>ίδιο</i>)<br />β) ορισμένων φυτικών γενών, οργάνων ή κυττάρων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθηρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ανθηροζω</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ακτιν</i>-<i>ίδιο</i>, <i>εσπερ</i>-<i>ίδιο</i>).
|mltxt=υποκορ. κατάλ. της Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται [[συνήθως]] με τη [[μορφή]] -<i>ίδι</i> (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, [[συχνά]] και με την πρωτογενή [[μορφή]] της, [[ιδίως]] σε τεχνικούς - επιστημονικούς όρους (πρβλ. <i>αρθρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>κρατ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>μαχαιρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ογκ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>οζ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>οφ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>σφαιρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>τριχ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>φιαλ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>χοιρ</i>-<i>ίδιο</i> <b>κ.ά.</b>) και σε υβριστικούς ή υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς προσώπων θηλυκού γένους (πρβλ. <i>πορν</i>-<i>ίδιο</i>, <i>γρα</i>-<i>ΐδιο</i>). Η [[κατάληξη]] χρησιμοποιήθηκε στις ευρωπαϊκές γλώσσες με τις μορφές -<i>ide</i> και -<i>idium</i>, για τον σχηματισμό επιστημονικών όρων, και επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειο. Απαντά [[κυρίως]]: 1) Σε όρους της χημείας και της βιοχημείας για να δηλώσει: α) χημικά στοιχεία (πρβλ. <i>ιρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ρουβ</i>-<i>ίδιο</i>)<br />β) διάφορες οργανικές ή ανόργανες ενώσεις (πρβλ. <i>αμ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>αρσεν</i>-<i>ίδιο</i>, <i>γλυκ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ιωδ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>καρβ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>σουλφ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>χλωρ</i>-<i>ίδιο</i>)<br />γ) ειδικότερα, σε προϊόντα υποκατάστασης ορισμένων υδρογονανθράκων (πρβλ. <i>αιθυλοϊωδ</i>-<i>ίδιο</i>, [[αιθυλοχλωρίδιο]], <i>αλκυλαλογον</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ιωδ</i>-<i>ίδιο</i>) ή σε ονομασίες εστέρων με οργανικά [[οξέα]] (πρβλ. <i>γλυκερ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>φωσφατ</i>-<i>ίδιο</i>). 2) Σε όρους της βιολογίας όπου εμφανίζεται —[[είτε]] ως [[απόδοση]] άλλων, ελληνογενών ή νεολατινογενών, [[συνήθως]], όρων, [[είτε]] ως αντιδάνεια— σε ονομασίες: α) τών σταδίων ανάπτυξης τών μεταζώων (πρβλ. <i>βλαστ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>γαστρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>γον</i>-<i>ίδιο</i>)<br />β) ορισμένων φυτικών γενών, οργάνων ή κυττάρων (πρβλ. <i>ανθηρ</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ανθηροζω</i>-<i>ίδιο</i>, <i>ακτιν</i>-<i>ίδιο</i>, <i>εσπερ</i>-<i>ίδιο</i>).
}}
}}