3,276,318
edits
(16) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ)<br /> Ι. ([[διαζευκτικός]] [[σύνδεσμος]])<br /> <b>1.</b> συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις των οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την [[άλλη]] (α. «εγώ ή [[εκείνος]]» β. «ἐγώ... ἤ [[ἄλλος]] Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> επαναλαμβανόμενο <i>ή</i>... <i>ή</i>... <i>ή</i>, διαστέλλει τις περισσότερες από μία ονομασίες, ιδιότητες ή ενέργειες ενός και του ίδιου προσώπου ή πράγματος (α. «ή γράφει ή διαβάζει ή ζωγραφίζει...» β. «ἐγώ δέ κεν [[αὐτός]] ἕλωμαι ἤ τεὸν ἤ Αἴαντος ἰὼν [[γέρας]] ἤ Ὀδυσσῆος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>3.</b> [[ειδεμή]], [[αλλιώς]] (α. «πλήρωσε τα οφειλόμενα ή σού [[κάνω]] [[αγωγή]] και σού τά [[παίρνω]]» β. «μή με λυπεῑτε, ἤ φεύξομ' ἐκ τῆς οἰκίης», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /> <b>4.</b> σε ερωτήσεις ή συζητήσεις με διαζευκτική [[μορφή]] (α. «θα έρθεις ή δεν έχεις όρεξη;» β. «ἤκουσας ἤ οὐκ ἤκουσας ἤ κωφῇ [[λέγω]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> αντικαθιστά [[έννοια]], που προηγείται, με [[άλλη]] πιο κατάλληλη, συνοδεύεται δε μερικές φορές από συγκριτικό [[επίρρημα]] («πάμε λίγο έξω ή [[μάλλον]] στον κινηματογράφο»<br /> <b>2.</b> εισάγει [[ερώτηση]] της οποίας το [[περιεχόμενο]] προβάλλεται ως [[αιτιολογία]] της προηγούμενης ερωτήσεως («τί κάθεσαι έξω; ή ζεσταίνεσαι»)<br /> <b>μσν.</b><br /> και («εἰπέ με τίς εἶσαι ἄνθρωπε ἤ [[πόθεν]] ὑπαγαίνεις;», Λίβ. Ροδ.)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> α) <i>ἤ</i>... <i>ἤ</i><br /> [[είτε]]... ή («ἤ νῡν δηθύνοντ' ἤ [[ὕστερον]] [[αὖτις]] ἰόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> β) <i>ἤ</i>... <i>ἤ</i><br /> [[είτε]]... [[είτε]]<br /> <b>2.</b> σε ευθείες ερωτήσεις πολλές φορές προηγείται το <i>πότερον</i> («πότερον δοκεῑ σοι κάκιον [[εἶναι]] τὸ ἀδικεῑν ἤ τὸ ἀδικεῑσθαι;», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>3.</b> σε πλάγιες ερωτήσεις, [[συχνά]] επεξηγηματικές, όταν προηγείται [[ερώτηση]], και όμοιες [[κατά]] τη [[μορφή]] με ευθείες ερωτήσεις («εἴπ' ἄγε... ἤ 'ρ' ἐθέλει..., ἦ ἀπέειπε...», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> II. ([[συγκριτικός]] [[σύνδεσμος]] 1. ([[μετά]] από επίθ. ή επίρρ. συγκριτικού βαθμού) [[παρά]], από <span style="color: red;">+</span> αιτ. (α. «[[προτιμότερος]] ο [[ένδοξος]] [[θάνατος]] ή η ζωή που εξασφαλίστηκε με αισχρή [[φυγή]]» β. «οἱ δ' ἐπὶ γαίῃ κείατο γύπεσσιν πολύ φίλτεροι ἤ ἀλόχοισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (στη [[λόγια]] [[γλώσσα]] και στην αρχ.) [[μαζί]] με το [[πρίν]] («πρὶν ἤ παρασκευασθῶμεν»<br /> «[[πρίν]] ἤ ἐπέλθη ὁ [[ἐχθρός]]»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[παρά]]<br /> α) με επίθετα θετικού βαθμού που έχουν την [[έννοια]] της συγκρίσεως («[[ἐναντίος]] ἤ...», <b>Πλάτ.</b>)<br /> β) με επίρρ. ή επιρρ. φρ. ([[πριν]], [[πρόσθεν]], [[πλην]], [[χωρίς]], [[αλλά]] <b>κ.ά.</b>) («τῇ ὑστεραίᾳ ἤ...», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) με ρήματα που έχουν την [[έννοια]] της συγκρίσεως («[[φθάνω]] ἤ...» — [[έρχομαι]] [[νωρίτερα]] [[παρά]], πιο [[γρήγορα]] από..., <b>Πλάτ.</b>)<br /> δ) λιγότερο [[συχνά]] με [[λέξη]] που δεν εισάγει [[σύγκριση]] («δίκαιον ἡμέας ἔχειν... [μᾱλλον] ἤ περ Ἀθηναίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> συνδέει δύο συγκριτικά που αναφέρονται στο ίδιο [[υποκείμενο]] («πάντες κ' ἀρησαίατ' ἐλαφρότεροι [[πόδας]] [[εἶναι]] ἤ ἀφνειότεροι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>3.</b> σπάνια με υπερθετικό («πλεῑστα θωμάσια «ἔχει [[Αἴγυπτος]] ἤ ἄλλη πᾱσα χώρη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> <i>ἤ οὐ</i><br /> α) [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[αντί]] του <i>ή</i>, [[ιδίως]] όταν προηγείται [[άρνηση]] («[[οὐδέν]] τι μᾱλλον ἐπ' ἡμέας ἤ οὐ καὶ ἐπ' ὑμέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> β) [[συχνά]] [[μετά]] από [[άρνηση]] που εννοείται («ὠμόν... πόλιν ὅλην διαφθεῑραι μᾱλλον ἤ οὐ τοὺς αἰτίους», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>5.</b> πολλές φορές παραλείπεται: α) όταν συνοδεύεται από αριθμητικό και προηγούνται τα συγκριτικά [[πλείων]], [[ελάττων]], [[μείων]] («οὐ μεῑον πεντακόσιους», <b>Ξεν.</b>)<br /> β) με απαρμφ. ή με [[πρόταση]] που ισοδυναμεί με απαρμφ. («τί γάρ ἀνδρὶ κακόν μεῑζον ἁμαρτεῑν», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>6.</b> μερικές φορές πλεοναστικά με γενική («τὶς ἄν [[αἰσχίων]] εἰη ταύτης [[δόξα]], ἤ δοκεῑν...», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>7.</b> ως [[διαζευκτικός]] και [[συγκριτικός]] [[σύνδεσμος]] συγχρόνως («βέλτερον ἤ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι ἤ [[δηθά]] στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι» — [[είναι]] καλύτερο ή να χαθούμε μια για [[πάντα]] ή να ζήσουμε [[παρά]] να φθειρόμαστε πολύν καιρό σε φρικτές μάχες, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαζευκτικό και συγκριτικό [[μόριο]] που προήλθε από επικ. <i>ήε</i>, <i>ηέ</i> (προκλιτικό τ. του <i>ήε</i><br /> | |mltxt=<b>(I)</b><br /> και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ)<br /> Ι. ([[διαζευκτικός]] [[σύνδεσμος]])<br /> <b>1.</b> συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις των οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την [[άλλη]] (α. «εγώ ή [[εκείνος]]» β. «ἐγώ... ἤ [[ἄλλος]] Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> επαναλαμβανόμενο <i>ή</i>... <i>ή</i>... <i>ή</i>, διαστέλλει τις περισσότερες από μία ονομασίες, ιδιότητες ή ενέργειες ενός και του ίδιου προσώπου ή πράγματος (α. «ή γράφει ή διαβάζει ή ζωγραφίζει...» β. «ἐγώ δέ κεν [[αὐτός]] ἕλωμαι ἤ τεὸν ἤ Αἴαντος ἰὼν [[γέρας]] ἤ Ὀδυσσῆος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>3.</b> [[ειδεμή]], [[αλλιώς]] (α. «πλήρωσε τα οφειλόμενα ή σού [[κάνω]] [[αγωγή]] και σού τά [[παίρνω]]» β. «μή με λυπεῑτε, ἤ φεύξομ' ἐκ τῆς οἰκίης», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /> <b>4.</b> σε ερωτήσεις ή συζητήσεις με διαζευκτική [[μορφή]] (α. «θα έρθεις ή δεν έχεις όρεξη;» β. «ἤκουσας ἤ οὐκ ἤκουσας ἤ κωφῇ [[λέγω]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> αντικαθιστά [[έννοια]], που προηγείται, με [[άλλη]] πιο κατάλληλη, συνοδεύεται δε μερικές φορές από συγκριτικό [[επίρρημα]] («πάμε λίγο έξω ή [[μάλλον]] στον κινηματογράφο»<br /> <b>2.</b> εισάγει [[ερώτηση]] της οποίας το [[περιεχόμενο]] προβάλλεται ως [[αιτιολογία]] της προηγούμενης ερωτήσεως («τί κάθεσαι έξω; ή ζεσταίνεσαι»)<br /> <b>μσν.</b><br /> και («εἰπέ με τίς εἶσαι ἄνθρωπε ἤ [[πόθεν]] ὑπαγαίνεις;», Λίβ. Ροδ.)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> α) <i>ἤ</i>... <i>ἤ</i><br /> [[είτε]]... ή («ἤ νῡν δηθύνοντ' ἤ [[ὕστερον]] [[αὖτις]] ἰόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> β) <i>ἤ</i>... <i>ἤ</i><br /> [[είτε]]... [[είτε]]<br /> <b>2.</b> σε ευθείες ερωτήσεις πολλές φορές προηγείται το <i>πότερον</i> («πότερον δοκεῑ σοι κάκιον [[εἶναι]] τὸ ἀδικεῑν ἤ τὸ ἀδικεῑσθαι;», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>3.</b> σε πλάγιες ερωτήσεις, [[συχνά]] επεξηγηματικές, όταν προηγείται [[ερώτηση]], και όμοιες [[κατά]] τη [[μορφή]] με ευθείες ερωτήσεις («εἴπ' ἄγε... ἤ 'ρ' ἐθέλει..., ἦ ἀπέειπε...», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> II. ([[συγκριτικός]] [[σύνδεσμος]] 1. ([[μετά]] από επίθ. ή επίρρ. συγκριτικού βαθμού) [[παρά]], από <span style="color: red;">+</span> αιτ. (α. «[[προτιμότερος]] ο [[ένδοξος]] [[θάνατος]] ή η ζωή που εξασφαλίστηκε με αισχρή [[φυγή]]» β. «οἱ δ' ἐπὶ γαίῃ κείατο γύπεσσιν πολύ φίλτεροι ἤ ἀλόχοισιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (στη [[λόγια]] [[γλώσσα]] και στην αρχ.) [[μαζί]] με το [[πρίν]] («πρὶν ἤ παρασκευασθῶμεν»<br /> «[[πρίν]] ἤ ἐπέλθη ὁ [[ἐχθρός]]»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[παρά]]<br /> α) με επίθετα θετικού βαθμού που έχουν την [[έννοια]] της συγκρίσεως («[[ἐναντίος]] ἤ...», <b>Πλάτ.</b>)<br /> β) με επίρρ. ή επιρρ. φρ. ([[πριν]], [[πρόσθεν]], [[πλην]], [[χωρίς]], [[αλλά]] <b>κ.ά.</b>) («τῇ ὑστεραίᾳ ἤ...», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) με ρήματα που έχουν την [[έννοια]] της συγκρίσεως («[[φθάνω]] ἤ...» — [[έρχομαι]] [[νωρίτερα]] [[παρά]], πιο [[γρήγορα]] από..., <b>Πλάτ.</b>)<br /> δ) λιγότερο [[συχνά]] με [[λέξη]] που δεν εισάγει [[σύγκριση]] («δίκαιον ἡμέας ἔχειν... [μᾱλλον] ἤ περ Ἀθηναίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> συνδέει δύο συγκριτικά που αναφέρονται στο ίδιο [[υποκείμενο]] («πάντες κ' ἀρησαίατ' ἐλαφρότεροι [[πόδας]] [[εἶναι]] ἤ ἀφνειότεροι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>3.</b> σπάνια με υπερθετικό («πλεῑστα θωμάσια «ἔχει [[Αἴγυπτος]] ἤ ἄλλη πᾱσα χώρη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> <i>ἤ οὐ</i><br /> α) [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[αντί]] του <i>ή</i>, [[ιδίως]] όταν προηγείται [[άρνηση]] («[[οὐδέν]] τι μᾱλλον ἐπ' ἡμέας ἤ οὐ καὶ ἐπ' ὑμέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> β) [[συχνά]] [[μετά]] από [[άρνηση]] που εννοείται («ὠμόν... πόλιν ὅλην διαφθεῑραι μᾱλλον ἤ οὐ τοὺς αἰτίους», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>5.</b> πολλές φορές παραλείπεται: α) όταν συνοδεύεται από αριθμητικό και προηγούνται τα συγκριτικά [[πλείων]], [[ελάττων]], [[μείων]] («οὐ μεῑον πεντακόσιους», <b>Ξεν.</b>)<br /> β) με απαρμφ. ή με [[πρόταση]] που ισοδυναμεί με απαρμφ. («τί γάρ ἀνδρὶ κακόν μεῑζον ἁμαρτεῑν», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>6.</b> μερικές φορές πλεοναστικά με γενική («τὶς ἄν [[αἰσχίων]] εἰη ταύτης [[δόξα]], ἤ δοκεῑν...», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>7.</b> ως [[διαζευκτικός]] και [[συγκριτικός]] [[σύνδεσμος]] συγχρόνως («βέλτερον ἤ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι ἤ [[δηθά]] στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι» — [[είναι]] καλύτερο ή να χαθούμε μια για [[πάντα]] ή να ζήσουμε [[παρά]] να φθειρόμαστε πολύν καιρό σε φρικτές μάχες, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαζευκτικό και συγκριτικό [[μόριο]] που προήλθε από επικ. <i>ήε</i>, <i>ηέ</i> (προκλιτικό τ. του <i>ήε</i><br /> πρβλ. [[αλλά]] [[αντί]] <i>άλλα</i>), το οποίο αρχικά ετίθετο και στα δύο [[μέλη]] μιας διαζεύξεως. Αρχική θεωρείται η διαζευκτική [[λειτουργία]] του μορίου από την οποία προήλθε η συγκριτική. Δηλ. από ερωτήσεις του τύπου: <i>ἆρα ὁθεὸς [[κρείττων]] ἤὁ [[ἄνθρωπος]]; <i>Βούλει τοῦτο ἤεκεῖνο</i>; το διαζευκτικό <i>ή</i> διατηρήθηκε και στην [[απάντηση]]: <i>Βούλομαι τοῦτο ἤἐκεῖνο</i>, [[οπότε]] ερμηνεύθηκε «από, [[παρά]]». Όπως φαίνεται από τους ομηρικούς τύπους, το <i>ἠέ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>η</i>-<i>Fε</i>) προήλθε από το βεβαιωτικό [[μόριο]] <i>ἦ</i> <span style="color: red;">+</span> διαζευκτικό [[μόριο]] <i>Fε</i>, το οποίο αντιστοιχεί με λατ. -<i>ve</i>, αρχ. ινδ., αρχ. ιρλ. <i>v</i><i>ā</i>. Συχνά συντίθεται με τα εγκλιτικά -<i>περ</i>, -<i>τοι</i>].———————— <b>(II)</b><br /> ἤ (Α)<br /> <b>1.</b> [[επιφώνημα]] αποδοκιμασίας («ἤ ἤ, σιώπα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[επιφώνημα]] που προκαλεί την [[προσοχή]] κάποιου («ποῡ [[Ξανθίας]]; ἤ Ξανθία» — πού [[είναι]] ο [[Ξανθίας]]; ε, Ξανθία, <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με λατ. <i>ē</i> που απαντά στο <i>ē</i>-<i>castor</i> «μα τον κάστορα»].———————— <b>(III)</b><br /> ἤ και ἦ (Α)<br /> <b>1.</b> (κυπριακό) (υποθ. σύνδ.) εάν<br /> <b>2.</b> (κρητικό) <b>χρον.</b> όταν, [[μετά]]<br /> <b>3.</b> <b>χρον.</b> [[αφότου]], από [[τότε]] που.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κυπρ. τ. του <i>εἰ</i>«αν»].———————— <b>(IV)</b><br /> ἦ και ἦε και ἠέ (Α)<br /> <b>επίρρ.</b> τίθεται συν. στην [[αρχή]] προτάσ., [[εκτός]] εάν προηγηθεί κλητ. και σπαν. άλλες λέξεις<br /> Ι. (βεβαιωτικό)<br /> <b>1.</b> [[πράγματι]], [[αλήθεια]] («ἦ ὀλίγον οἶ παῑδα ἐοικότα γείνατο [[Τυδεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (με παραχωρητική [[δύναμη]]) α) [[είναι]] αληθές ότι<br /> β) παρ' όλα αυτά<br /> <b>3.</b> συν. με ένα ή δύο άλλα μόρια, όπως: <i>ἦ ἄρα</i>, <i>ἦ ἄρα δή</i>, <i>ἦ ἄρ</i>', <i>ἦ ἄρ</i>' <i>τε</i>, <i>ἦ ρα</i>, <i>ἦ ράνυ</i>, <i>ἤ γάρ</i>, <i>ἦ γάρ τοι</i>, <i>ἦ δή</i>, <i>ἦ δή που</i>, <i>ἦ [[δῆτα]], <i>ἦ θήν</i>, <i>ἦ [[κάρτα]], <i>ἦ [[μάλα]], <i>ἦ [[μάλα]] δή</i>, <i>ἦ νυ</i>, <i>ἦ [[τάχα]], <i>ἦ τε</i><br /> <b>4.</b> σε εκφράσεις αμφιβολίας: <i>ή που</i><br /> <b>5.</b> σε όρκους ή ισχυρές επιβεβαιώσεις, [[καθώς]] και σε επιτιμήσεις: <i>ἦ μήν</i>, <i>ἦ μάν</i>, <i>ἦ μέν</i>, <i>ἦ μέν δή</i><br /> <b>6.</b> στις συνεκφορές [[ἐπεὶ]] ἦ</i>, <i>ὅτι ἤ</i> και <i>τὶ ἤ</i> εξηγείται ως παραπληρωματικό <i>ή</i>, το οποίο περισπάται [[μετά]] το [[ἐπεί]] ([[ἐπεί]] ἦ) και βαρυτονείται [[μετά]] το <i>ὅτι</i> ή το <i>τί</i> (ὅτι ἤ, τὶ ἤ)<br /> II. (ερωτηματικό)<br /> <b>1.</b> ([[χωρίς]] [[διάζευξη]] σε ευθείες ερωτήσεις οι οποίες επεξηγούν [[ερώτηση]] που προηγείται) [[αλήθεια]] («ἦ σύ γ' [[Ὀδυσσεύς]] ἐσσι [[πολύτροπος]];» — [[αλήθεια]], εσύ είσαι ο [[Οδυσσεύς]] ο [[πολυμήχανος]]; <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>2.</b> σε ερωτήσεις, των οποίων την [[απάντηση]] προσδοκά με [[ενδιαφέρον]] ο ερωτών<br /> μπορεί να αποδοθεί με το «δεν [[είναι]] [[έτσι]];»<br /> <b>3.</b> συν. με διάφορες λέξεις ή μόρια, όπως: <i>ἦ οὐκ</i>, <i>ἦ ῥα</i>, <i>ἦ ἄρα δή</i>, <i>ἦ ῥά νυ</i>, <i>ἦ νύ τοι</i>, <i>ἦ ταῡτα δή</i>, <i>ἦ γάρ</i>, <i>ἦ καί</i>, <i>ἀλλ</i>' <i>ἦ</i>.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βεβαιωτικό και ερωτηματικό [[μόριο]] συνοδευόμενο [[συνήθως]] από άλλα μόρια, των οποίων [[άλλοτε]] προηγείται (<i>ἤ ἄρα</i>, <i>ἤ γάρ</i>, <i>ἤ που</i>, <i>ἦ τοι</i>, <i>ἦ μεν</i>, <i>ἦ μὴν</i>) και [[άλλοτε]] ἕπεται ([[ἐπεὶ]] ἦ</i>, <i>τὶ ἦ</i>). Από τους ομηρικούς χρόνους χρησιμοποιείται ερωτηματικώς, ενώ αρχική θεωρείται η [[λειτουργία]] του ως βεβαιωτικού. Η [[προέλευση]] του [[είναι]] άγνωστη [[αλλά]] ταυτίζεται πιθ. με το επιφών. ἤ].———————— <b>(IX)</b><br /> ἧ (Α)<br /> (επίρρ. τοπικό) που, όπου.———————— <b>(V)</b><br /> ἦ (Α)<br /> (γ' εν. πρτ. ή αορ. β' τοῡ <i>ἠμὶ</i>) [[αντί]] <i>ἔφη</i><br /> είπε («ἦ δ' ὅς» — είπε αυτός).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>ημί</i>].———————— <b>(VI)</b><br /> ἦ (Α)<br /> (αττ. τ. α' εν. προσ. πρτ. του [[ειμί]], συνηρ. του ιων. τ. <i>ἔα</i>) [[αντί]] <i>ἦν</i>.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[είμαι]]].———————— <b>(VIII)</b><br /> ἥ (Α)<br /> άλλ. τ. του θηλ. της κτητ. αντων. γ' προσ. (<i>ὅς</i>), <i>ἥ</i>, (<i>ὅν</i>) [[αντί]] (<i>ἑός</i>), <i>ἑή</i>, (<i>ἑόν</i>)<br /> [[επίσης]] δοτ. εν. του θηλ. της ίδιας κτητ. αντων. <i>ᾖ</i> (= <i>ἑῇ</i>).———————— <b>(X)</b><br /> ἧ, δωρ. τ. φ (Α) (δοτικοφανές επίρρ. από τη δοτ. του θηλ. της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>)<br /> <b>1.</b> (τοπικό) όπου, στο [[μέρος]] όπου («[[ἐκείνη]]... ᾖ», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>2.</b> ([[τροπικό]]) όπως, [[καθώς]] («ᾖ καὶ [[Λοξίας]] ἐφήμισεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>3.</b> εξ αιτίας [[αυτού]], γι' αυτόν τον λόγο («ᾖ καὶ μᾱλλον ἐξηρτύοντο τὸ ναυτικὸν καὶ [[ἦσαν]] οὐκ ἀδύνατοι», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>4.</b> ως, όπως, [[καθότι]] (α. «διαφέρειν τὰ ἑκούσια τῶν ἀκουσίων ᾖ ὁ μέν τῶ δέ», <b>Ξεν.</b> β. «ᾖ [[ἄνθρωπος]]» — ως [[άνθρωπος]], [[καθότι]] [[είναι]] [[άνθρωπος]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /> <b>5.</b> (με υπερθ.) όσο το δυνατόν («ᾖ ἐδύνατο τάχιστα», <b>Ξεν.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιρρηματική [[χρήση]] της δοτ. εν. του θηλ. της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> «ο [[οποίος]], η οποία, το οποίο»]. | ||
}} | }} |