ἀνατέμνω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνατέμνω]])<br />[[κόβω]], [[σχίζω]] ανθρώπινο [[σώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποκόβω]] όργανα από [[πτώμα]] για να τα εξετάσω, [[εκτελώ]] ανατομικές εργασίες<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]] σχολαστικά, [[αναλύω]] λεπτομερειακά<br /><b>αρχ.</b><br />1<br />[[κατακόπτω]], [[ξεσχίζω]]<br /><b>2.</b> [[χαράζω]], [[ανοίγω]].
|mltxt=(Α [[ἀνατέμνω]])<br />[[κόβω]], [[σχίζω]] ανθρώπινο [[σώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποκόβω]] όργανα από [[πτώμα]] για να τα εξετάσω, [[εκτελώ]] ανατομικές εργασίες<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]] σχολαστικά, [[αναλύω]] λεπτομερειακά<br /><b>αρχ.</b><br />1<br />[[κατακόπτω]], [[ξεσχίζω]]<br /><b>2.</b> [[χαράζω]], [[ανοίγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατέμνω:''' μέλ. <i>-τεμῶ</i>, [[σχίζω]] και [[ανοίγω]], σε Ηρόδ., Λουκ.
}}
}}